- ἄμωμα
- ἄμωμαἄμωμονNepaul cardamom: neut nom /voc /acc plἄμωμοςblameless: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄμωμα — ἄμωμον Nepaul cardamom neut nom/voc/acc pl ἄμωμος blameless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροποιός — ἱεροποιός, όν (Α) 1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροποιός α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι… … Dictionary of Greek